- ἄπληστα
- ἄπληστοςinsatiateneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρπαλέος — ἁρπαλέος, α, ον (Α) 1. ο άπληστος 2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός 3. επίρρ. ( έως) α) άπληστα, βιαστικά β) πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ παρεκτεταμένη με αλ (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα… … Dictionary of Greek
εκλάπτω — ἐκλάπτω (Α) καταπίνω άπληστα … Dictionary of Greek
ενδυκέως — ἐνδυκέως (Α) επίρρ. 1. με επιμέλεια, πρόθυμα, εγκάρδια 2. σταθερά 3. άπληστα, με βουλιμία («ἐνδυκέως κρέα τ ἤσθιε, πῑνέ τε οἶνον») … Dictionary of Greek
επεσθίω — ἐπεσθίω (Α) 1. τρώω κάτι μετά από κάτι άλλο ή μαζί με κάτι άλλο («κρέασι βοείοις χλωρὰ σῡκ ἐπήσθιεν», Ευρ.) 2. τρώω άπληστα 3. τρώω κάτι ως αντίδοτο 4. αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εσθίω «τρώγω»] … Dictionary of Greek
επιρροφώ — ἐπιρροφῶ και ιων. τ. ἐπιρρυφῶ, έω (AM) [ροφώ] ρουφώ, πίνω κάτι επί πλέον ή κατόπιν («πολλάκις ἐπιρροφοῡντα τοῡ ὕδατος», Πλούτ.) αρχ. ρουφώ άπληστα … Dictionary of Greek
εφημεριδοφάγος — ο αυτός που διαβάζει πολλές εφημερίδες ή που διαβάζει άπληστα ώς την τελευταία γραμμή την εφημερίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημερίς, ίδος + φαγος (< θ. φαγ τού αορ. έφαγον τού εσθίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek
λαίμαργος — η, ο (AM λαίμαργος, ον, Μ θηλ. και η) αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
λαφυγμός — λαφυγμός, ὁ (Α) [λαφύσσω] το να τρώει κανείς άπληστα, να καταβροχθίζει λαίμαργα, λαιμαργία … Dictionary of Greek
λαφύκτης — λαφύκτης, ὁ (Α) [λαφύσσω] αυτός που καταβροχθίζει άπληστα, λαίμαργος άνθρωπος … Dictionary of Greek